- ἐπήγειρα
- ἐπήγειρα s. ἐπεγείρω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἐπήγειρα — ἐπαγείρω gather together aor ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπεγείρω awaken aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)